Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πομπός
πομποστολέω
πομφολυγοπάφλασμα
πομφολύζω
πομφόλυξ
πονέω
πόνημα
πονήρευμα
πονηρεύομαι
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκρατέομαι
πονηροκρατία
πονηρός
πονηρόφιλος
πονητέος
πόνος
ποντιάς
ποντίζω
Ποντικός
πόντιος
View word page
πονηροδιδάσκαλος
πονηροδιδάσκαλος πονηρο-δῐδάσκαλος, ον, teaching wickedness, Strab.

ShortDef

teaching wickedness

Debugging

Headword:
πονηροδιδάσκαλος
Headword (normalized):
πονηροδιδάσκαλος
Headword (normalized/stripped):
πονηροδιδασκαλος
IDX:
27026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27058
Key:
ponhrodida/skalos

Data

{'content': 'πονηροδιδάσκαλος\n πονηρο-δῐδάσκαλος, ον,\n teaching wickedness, Strab.', 'key': 'ponhrodida/skalos'}