Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πομπικός
πόμπιμος
πομπός
πομποστολέω
πομφολυγοπάφλασμα
πομφολύζω
πομφόλυξ
πονέω
πόνημα
πονήρευμα
πονηρεύομαι
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκρατέομαι
πονηροκρατία
πονηρός
πονηρόφιλος
πονητέος
πόνος
ποντιάς
ποντίζω
View word page
πονηρεύομαι
πονηρεύομαι πονηρεύομαι, Dep. to be evil, act wickedly, play the rogue, Arist.; οἱ πεπονηρευμένοι Dem.

ShortDef

to be evil, act wickedly, play the rogue

Debugging

Headword:
πονηρεύομαι
Headword (normalized):
πονηρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
πονηρευομαι
IDX:
27024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27056
Key:
ponhreu/omai

Data

{'content': 'πονηρεύομαι\n πονηρεύομαι,\n Dep. to be evil, act wickedly, play the rogue, Arist.; οἱ πεπονηρευμένοι Dem.', 'key': 'ponhreu/omai'}