πονήρευμα
πονήρευμα
πονήρευμα, ατος, τό,
a knavish trick, in pl., Dem.
from πονηρεύομαι
{
"content": "πονήρευμα\n πονήρευμα, ατος, τό,\n a knavish trick, in pl., Dem.\n from πονηρεύομαι",
"key": "ponh/reuma"
}