Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πομπεύω
πομπή
πομπικός
πόμπιμος
πομπός
πομποστολέω
πομφολυγοπάφλασμα
πομφολύζω
πομφόλυξ
πονέω
πόνημα
πονήρευμα
πονηρεύομαι
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκρατέομαι
πονηροκρατία
πονηρός
πονηρόφιλος
πονητέος
πόνος
View word page
πόνημα
πόνημα πόνημα, ατος, τό, from πονέω that which is wrought out, work, Eur.: a work, book, Anth.
ShortDef
that which is wrought out, work
Debugging
Headword:
πόνημα
Headword (normalized):
πόνημα
Headword (normalized/stripped):
πονημα
IDX:
27022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27054
Key:
po/nhma
Data
{'content': 'πόνημα\n πόνημα, ατος, τό,\n from πονέω\n that which is wrought out, work, Eur.: a work, book, Anth.', 'key': 'po/nhma'}