Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πομπεῖον
πομπεύς
πομπεύω
πομπή
πομπικός
πόμπιμος
πομπός
πομποστολέω
πομφολυγοπάφλασμα
πομφολύζω
πομφόλυξ
πονέω
πόνημα
πονήρευμα
πονηρεύομαι
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκρατέομαι
πονηροκρατία
πονηρός
πονηρόφιλος
View word page
πομφόλυξ
πομφόλυξ πομφόλυξ, ῠγος, πομφός a bubble, Plat.

ShortDef

a bubble

Debugging

Headword:
πομφόλυξ
Headword (normalized):
πομφόλυξ
Headword (normalized/stripped):
πομφολυξ
IDX:
27020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27052
Key:
pomfo/luc

Data

{'content': 'πομφόλυξ\n πομφόλυξ, ῠγος,\n πομφός\n a bubble, Plat.', 'key': 'pomfo/luc'}