Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
πομπεύω
πομπή
πομπικός
πόμπιμος
πομπός
πομποστολέω
πομφολυγοπάφλασμα
πομφολύζω
πομφόλυξ
πονέω
πόνημα
πονήρευμα
πονηρεύομαι
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκρατέομαι
πονηροκρατία
πονηρός
View word page
πομφολύζω
πομφολύζω πομφολύζω, to bubble up, gush forth, Pind.
ShortDef
to bubble up, gush forth
Debugging
Headword:
πομφολύζω
Headword (normalized):
πομφολύζω
Headword (normalized/stripped):
πομφολυζω
IDX:
27019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27051
Key:
pomfolu/zw
Data
{'content': 'πομφολύζω\n πομφολύζω,\n to bubble up, gush forth, Pind.', 'key': 'pomfolu/zw'}