Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
πομπεύω
πομπή
πομπικός
πόμπιμος
πομπός
πομποστολέω
πομφολυγοπάφλασμα
πομφολύζω
πομφόλυξ
πονέω
πόνημα
πονήρευμα
πονηρεύομαι
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκρατέομαι
πονηροκρατία
View word page
πομφολυγοπάφλασμα
πομφολυγοπάφλασμα πομφολῠγο-πάφλασμα, ατος, τό, the noise made by bubbles rising, Ar.
ShortDef
the noise made by bubbles rising
Debugging
Headword:
πομφολυγοπάφλασμα
Headword (normalized):
πομφολυγοπάφλασμα
Headword (normalized/stripped):
πομφολυγοπαφλασμα
IDX:
27018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27050
Key:
pomfolugopa/flasma
Data
{'content': 'πομφολυγοπάφλασμα\n πομφολῠγο-πάφλασμα, ατος, τό,\n the noise made by bubbles rising, Ar.', 'key': 'pomfolugopa/flasma'}