Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνέλεος
ἀνελευθερία
ἀνελεύθερος
ἀνέλιγμα
ἀνέλιξις
ἀνελίσσω
ἀνέλκω
ἄνελπις
ἀνέλπιστος
ἀνέμβατος
ἀνεμέσητος
ἀνέμητος
ἀνεμίζομαι
ἀνεμόδρομος
ἀναμολεῖν
ἀνεμοσκεπής
ἄνεμος
ἀνεμοσφάραγος
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμόομαι
ἀνέμπληκτος
View word page
ἀνεμέσητος
ἀνεμέσητος free from blame, without offence, Plat.

ShortDef

free from blame, without offence

Debugging

Headword:
ἀνεμέσητος
Headword (normalized):
ἀνεμέσητος
Headword (normalized/stripped):
ανεμεσητος
IDX:
2704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2705
Key:
a)neme/shtos

Data

{'content': 'ἀνεμέσητος\n free from blame, without offence, Plat.', 'key': 'a)neme/shtos'}