Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυώψ
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
πομπεύω
πομπή
πομπικός
πόμπιμος
πομπός
πομποστολέω
πομφολυγοπάφλασμα
πομφολύζω
πομφόλυξ
πονέω
πόνημα
πονήρευμα
πονηρεύομαι
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκρατέομαι
View word page
πομποστολέω
πομποστολέω πομπο-στολέω, fut. -ήσω to lead in procession, Strab.
ShortDef
to lead in procession
Debugging
Headword:
πομποστολέω
Headword (normalized):
πομποστολέω
Headword (normalized/stripped):
πομποστολεω
IDX:
27017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27049
Key:
pompostole/w
Data
{'content': 'πομποστολέω\n πομπο-στολέω,\n fut. -ήσω\n to lead in procession, Strab.', 'key': 'pompostole/w'}