Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυωρέω
πολυωφελής
πολυώψ
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
πομπεύω
πομπή
πομπικός
πόμπιμος
πομπός
πομποστολέω
πομφολυγοπάφλασμα
πομφολύζω
πομφόλυξ
πονέω
πόνημα
πονήρευμα
πονηρεύομαι
πονηρία
View word page
πόμπιμος
πόμπιμος πόμπῐμος, ον, πομπή conducting, escorting, guiding, Trag.:—c. gen., π. χώρα φίλων a land that lends escort to friends, Eur.; νόστου πόμπιμον τέλος the home-sending end of oneʼs return, i. e. oneʼs safe return, Pind. pass. sent, conveyed, Soph., Eur.

ShortDef

conducting, escorting, guiding

Debugging

Headword:
πόμπιμος
Headword (normalized):
πόμπιμος
Headword (normalized/stripped):
πομπιμος
IDX:
27015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27047
Key:
po/mpimos

Data

{'content': 'πόμπιμος\n πόμπῐμος, ον,\n πομπή\n conducting, escorting, guiding, Trag.:—c. gen., π. χώρα φίλων a land that lends escort to friends, Eur.; νόστου πόμπιμον τέλος the home-sending end of oneʼs return, i. e. oneʼs safe return, Pind.\n pass. sent, conveyed, Soph., Eur.', 'key': 'po/mpimos'}