Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυωπός
πολυωρέω
πολυωφελής
πολυώψ
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
πομπεύω
πομπή
πομπικός
πόμπιμος
πομπός
πομποστολέω
πομφολυγοπάφλασμα
πομφολύζω
πομφόλυξ
πονέω
πόνημα
πονήρευμα
πονηρεύομαι
View word page
πομπικός
πομπικός from πομπή πομπικός, ή, όν of or for a solemn procession, π. ἵππος a horse of state, Xen.:—metaph. pompous, showy, Plut.
ShortDef
of or for a solemn procession
Debugging
Headword:
πομπικός
Headword (normalized):
πομπικός
Headword (normalized/stripped):
πομπικος
IDX:
27014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27046
Key:
pompiko/s
Data
{'content': 'πομπικός\n from πομπή\n πομπικός, ή, όν\n of or for a solemn procession, π. ἵππος a horse of state, Xen.:—metaph. pompous, showy, Plut.', 'key': 'pompiko/s'}