Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύψηφος
πολυώδυνος
πολυώνυμος
πολυωπός
πολυωρέω
πολυωφελής
πολυώψ
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
πομπεύω
πομπή
πομπικός
πόμπιμος
πομπός
πομποστολέω
πομφολυγοπάφλασμα
πομφολύζω
πομφόλυξ
πονέω
View word page
πομπεύς
πομπεύς πομπεύς, έως Ionic ῆος, ὁ, πομπός one who attends or escorts, a conductor, guide, Od.; of favourable winds, οὖροι πομπῆες νηῶν Od. one who attends a procession, Thuc.

ShortDef

one who attends

Debugging

Headword:
πομπεύς
Headword (normalized):
πομπεύς
Headword (normalized/stripped):
πομπευς
IDX:
27011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27043
Key:
pompeu/s

Data

{'content': 'πομπεύς\n πομπεύς, έως Ionic ῆος, ὁ,\n \n πομπός\n one who attends or escorts, a conductor, guide, Od.; of favourable winds, οὖροι πομπῆες νηῶν Od.\n one who attends a procession, Thuc.', 'key': 'pompeu/s'}