Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυψήφις
πολύψηφος
πολυώδυνος
πολυώνυμος
πολυωπός
πολυωρέω
πολυωφελής
πολυώψ
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
πομπεύω
πομπή
πομπικός
πόμπιμος
πομπός
πομποστολέω
πομφολυγοπάφλασμα
πομφολύζω
πομφόλυξ
View word page
πομπεῖον
πομπεῖον πομπεῖον, ου, τό, πομπή any vessel employed in solemn processions, Dem. at Athens, a storehouse for such vessels, Dem.

ShortDef

any vessel employed in solemn processions

Debugging

Headword:
πομπεῖον
Headword (normalized):
πομπεῖον
Headword (normalized/stripped):
πομπειον
IDX:
27010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27042
Key:
pompei=on

Data

{'content': 'πομπεῖον\n πομπεῖον, ου, τό,\n πομπή\n any vessel employed in solemn processions, Dem.\n at Athens, a storehouse for such vessels, Dem.', 'key': 'pompei=on'}