Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυψηφία
πολυψήφις
πολύψηφος
πολυώδυνος
πολυώνυμος
πολυωπός
πολυωρέω
πολυωφελής
πολυώψ
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
πομπεύω
πομπή
πομπικός
πόμπιμος
πομπός
πομποστολέω
πομφολυγοπάφλασμα
πομφολύζω
View word page
πομπεία
πομπεία πομπεία, ἡ, πομπεύω a leading in procession, Polyb. jeering, ribaldry, such as was allowed to those who took part in the processions at the festivals of Bacchus and Demeter, Dem.

ShortDef

a leading in procession

Debugging

Headword:
πομπεία
Headword (normalized):
πομπεία
Headword (normalized/stripped):
πομπεια
IDX:
27009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27041
Key:
pompei/a

Data

{'content': 'πομπεία\n πομπεία, ἡ,\n πομπεύω\n a leading in procession, Polyb.\n jeering, ribaldry, such as was allowed to those who took part in the processions at the festivals of Bacchus and Demeter, Dem.', 'key': 'pompei/a'}