Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύχωστος
πολυψηφία
πολυψήφις
πολύψηφος
πολυώδυνος
πολυώνυμος
πολυωπός
πολυωρέω
πολυωφελής
πολυώψ
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
πομπεύω
πομπή
πομπικός
πόμπιμος
πομπός
πομποστολέω
πομφολυγοπάφλασμα
View word page
πομπαῖος
πομπαῖος πομπαῖος, α, ον πομπή escorting, conveying, Eur.; π. οὖρος a fair wind, Pind. of Hermes, who escorted the souls of the dead, Aesch., Soph.

ShortDef

escorting, conveying

Debugging

Headword:
πομπαῖος
Headword (normalized):
πομπαῖος
Headword (normalized/stripped):
πομπαιος
IDX:
27008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27040
Key:
pompai=os

Data

{'content': 'πομπαῖος\n πομπαῖος, α, ον\n πομπή\n escorting, conveying, Eur.; π. οὖρος a fair wind, Pind.\n of Hermes, who escorted the souls of the dead, Aesch., Soph.', 'key': 'pompai=os'}