Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνελεήμων
ἀνέλεος
ἀνελευθερία
ἀνελεύθερος
ἀνέλιγμα
ἀνέλιξις
ἀνελίσσω
ἀνέλκω
ἄνελπις
ἀνέλπιστος
ἀνέμβατος
ἀνεμέσητος
ἀνέμητος
ἀνεμίζομαι
ἀνεμόδρομος
ἀναμολεῖν
ἀνεμοσκεπής
ἄνεμος
ἀνεμοσφάραγος
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμόομαι
View word page
ἀνέμβατος
ἀνέμβατος ἐμβαίνω inaccessible, Babr., Plut. act. not going to or visiting, Anth.

ShortDef

inaccessible

Debugging

Headword:
ἀνέμβατος
Headword (normalized):
ἀνέμβατος
Headword (normalized/stripped):
ανεμβατος
IDX:
2703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2704
Key:
a)ne/mbatos

Data

{'content': 'ἀνέμβατος\n ἐμβαίνω\n inaccessible, Babr., Plut.\n act. not going to or visiting, Anth.', 'key': 'a)ne/mbatos'}