Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύχωρος
πολύχωστος
πολυψηφία
πολυψήφις
πολύψηφος
πολυώδυνος
πολυώνυμος
πολυωπός
πολυωρέω
πολυωφελής
πολυώψ
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
πομπεύω
πομπή
πομπικός
πόμπιμος
πομπός
πομποστολέω
View word page
πολυώψ
πολυώψ πολυώψ, ῶπος, ὁ, ἡ, = πολυωπός, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυώψ
Headword (normalized):
πολυώψ
Headword (normalized/stripped):
πολυωψ
IDX:
27007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27039
Key:
poluw/y

Data

{'content': 'πολυώψ\n πολυώψ, ῶπος, ὁ, ἡ,\n = πολυωπός, Anth.', 'key': 'poluw/y'}