Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύχυτος
πολύχωρος
πολύχωστος
πολυψηφία
πολυψήφις
πολύψηφος
πολυώδυνος
πολυώνυμος
πολυωπός
πολυωρέω
πολυωφελής
πολυώψ
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
πομπεύω
πομπή
πομπικός
πόμπιμος
πομπός
View word page
πολυωφελής
πολυωφελής πολυ-ωφελής, ές ὄφελος very useful, useful in many ways, Arist. adv. -λῶς, Sup. -ωφελέστατα, Xen.
ShortDef
very useful, useful in many ways
Debugging
Headword:
πολυωφελής
Headword (normalized):
πολυωφελής
Headword (normalized/stripped):
πολυωφελης
IDX:
27006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27038
Key:
poluwfelh/s
Data
{'content': 'πολυωφελής\n πολυ-ωφελής, ές\n ὄφελος\n very useful, useful in many ways, Arist. adv. -λῶς, Sup. -ωφελέστατα, Xen.', 'key': 'poluwfelh/s'}