Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυχρώματος
πολύχυτος
πολύχωρος
πολύχωστος
πολυψηφία
πολυψήφις
πολύψηφος
πολυώδυνος
πολυώνυμος
πολυωπός
πολυωρέω
πολυωφελής
πολυώψ
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
πομπεύω
πομπή
πομπικός
πόμπιμος
View word page
πολυωρέω
πολυωρέω πολυ-ωρέω, fut. -ήσω ὤρα to be very careful, opp. to ὀλιγωρέω, Aeschin., Arist.

ShortDef

to be very careful

Debugging

Headword:
πολυωρέω
Headword (normalized):
πολυωρέω
Headword (normalized/stripped):
πολυωρεω
IDX:
27005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27037
Key:
poluwre/w

Data

{'content': 'πολυωρέω\n πολυ-ωρέω,\n fut. -ήσω\n ὤρα\n to be very careful, opp. to ὀλιγωρέω, Aeschin., Arist.', 'key': 'poluwre/w'}