Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυχρόνιος
πολύχρυσος
πολυχρώματος
πολύχυτος
πολύχωρος
πολύχωστος
πολυψηφία
πολυψήφις
πολύψηφος
πολυώδυνος
πολυώνυμος
πολυωπός
πολυωρέω
πολυωφελής
πολυώψ
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
πομπεύω
πομπή
View word page
πολυώνυμος
πολυώνυμος πολυ-ώνῠμος, ον, ὄνομα having many names, Plat.:— worshipped under many names, Hhymn., Soph. of great name, famous, Hhymn., Hes.
ShortDef
having many names
Debugging
Headword:
πολυώνυμος
Headword (normalized):
πολυώνυμος
Headword (normalized/stripped):
πολυωνυμος
IDX:
27003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27035
Key:
poluw/numos
Data
{'content': 'πολυώνυμος\n πολυ-ώνῠμος, ον,\n ὄνομα\n having many names, Plat.:— worshipped under many names, Hhymn., Soph.\n of great name, famous, Hhymn., Hes.', 'key': 'poluw/numos'}