Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολύχρηστος
πολυχρόνιος
πολύχρυσος
πολυχρώματος
πολύχυτος
πολύχωρος
πολύχωστος
πολυψηφία
πολυψήφις
πολύψηφος
πολυώδυνος
πολυώνυμος
πολυωπός
πολυωρέω
πολυωφελής
πολυώψ
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
πομπεύω
View word page
πολυώδυνος
πολυώδυνος πολυ-ώδῠνος, ον, ὀδύνη very painful, Theocr. pass. suffering great pain, Anth.
ShortDef
very painful
Debugging
Headword:
πολυώδυνος
Headword (normalized):
πολυώδυνος
Headword (normalized/stripped):
πολυωδυνος
IDX:
27002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27034
Key:
poluw/dunos
Data
{'content': 'πολυώδυνος\n πολυ-ώδῠνος, ον,\n ὀδύνη\n very painful, Theocr.\n pass. suffering great pain, Anth.', 'key': 'poluw/dunos'}