Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυχρήματος
πολύχρηστος
πολυχρόνιος
πολύχρυσος
πολυχρώματος
πολύχυτος
πολύχωρος
πολύχωστος
πολυψηφία
πολυψήφις
πολύψηφος
πολυώδυνος
πολυώνυμος
πολυωπός
πολυωρέω
πολυωφελής
πολυώψ
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
View word page
πολύψηφος
πολύψηφος πολύ-ψηφος, ον, = πολυψήφῑς with many votes, Luc.

ShortDef

with many votes

Debugging

Headword:
πολύψηφος
Headword (normalized):
πολύψηφος
Headword (normalized/stripped):
πολυψηφος
IDX:
27001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27033
Key:
polu/yhfos

Data

{'content': 'πολύψηφος\n πολύ-ψηφος, ον,\n = πολυψήφῑς\n with many votes, Luc.', 'key': 'polu/yhfos'}