Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυχορδία
πολύχορδος
πολυχρηματέω
πολυχρηματία
πολυχρήματος
πολύχρηστος
πολυχρόνιος
πολύχρυσος
πολυχρώματος
πολύχυτος
πολύχωρος
πολύχωστος
πολυψηφία
πολυψήφις
πολύψηφος
πολυώδυνος
πολυώνυμος
πολυωπός
πολυωρέω
πολυωφελής
πολυώψ
View word page
πολύχωρος
πολύχωρος πολύ-χωρος, ον, spacious, extensive, Luc.

ShortDef

spacious, extensive

Debugging

Headword:
πολύχωρος
Headword (normalized):
πολύχωρος
Headword (normalized/stripped):
πολυχωρος
IDX:
26997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27029
Key:
polu/xwros

Data

{'content': 'πολύχωρος\n πολύ-χωρος, ον,\n spacious, extensive, Luc.', 'key': 'polu/xwros'}