Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύχαλκος
πολυχανδής
πολυχειρία
πολύχειρ
πολυχορδία
πολύχορδος
πολυχρηματέω
πολυχρηματία
πολυχρήματος
πολύχρηστος
πολυχρόνιος
πολύχρυσος
πολυχρώματος
πολύχυτος
πολύχωρος
πολύχωστος
πολυψηφία
πολυψήφις
πολύψηφος
πολυώδυνος
πολυώνυμος
View word page
πολυχρόνιος
πολυχρόνιος πολυ-χρόνιος, ον, long-existing, of olden time, ancient, Hhymn., Hdt., Xen. lasting for long, Arist.:—comp. -ώτερος, Plat.; Sup. -ώτατος, Xen.

ShortDef

long-existing, of olden time, ancient

Debugging

Headword:
πολυχρόνιος
Headword (normalized):
πολυχρόνιος
Headword (normalized/stripped):
πολυχρονιος
IDX:
26993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27025
Key:
poluxro/nios

Data

{'content': 'πολυχρόνιος\n πολυ-χρόνιος, ον,\n long-existing, of olden time, ancient, Hhymn., Hdt., Xen.\n lasting for long, Arist.:—comp. -ώτερος, Plat.; Sup. -ώτατος, Xen.', 'key': 'poluxro/nios'}