Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύφωνος
πολύχαλκος
πολυχανδής
πολυχειρία
πολύχειρ
πολυχορδία
πολύχορδος
πολυχρηματέω
πολυχρηματία
πολυχρήματος
πολύχρηστος
πολυχρόνιος
πολύχρυσος
πολυχρώματος
πολύχυτος
πολύχωρος
πολύχωστος
πολυψηφία
πολυψήφις
πολύψηφος
πολυώδυνος
View word page
πολύχρηστος
πολύχρηστος πολύ-χρηστος, ον, useful for many purposes, Arist.

ShortDef

useful for many purposes

Debugging

Headword:
πολύχρηστος
Headword (normalized):
πολύχρηστος
Headword (normalized/stripped):
πολυχρηστος
IDX:
26992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27024
Key:
polu/xrhstos

Data

{'content': 'πολύχρηστος\n πολύ-χρηστος, ον,\n useful for many purposes, Arist.', 'key': 'polu/xrhstos'}