Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύφρων
πολύφωνος
πολύχαλκος
πολυχανδής
πολυχειρία
πολύχειρ
πολυχορδία
πολύχορδος
πολυχρηματέω
πολυχρηματία
πολυχρήματος
πολύχρηστος
πολυχρόνιος
πολύχρυσος
πολυχρώματος
πολύχυτος
πολύχωρος
πολύχωστος
πολυψηφία
πολυψήφις
πολύψηφος
View word page
πολυχρήματος
πολυχρήματος πολυ-χρήμᾰτος, ον, χρῆμα very wealthy.

ShortDef

very wealthy

Debugging

Headword:
πολυχρήματος
Headword (normalized):
πολυχρήματος
Headword (normalized/stripped):
πολυχρηματος
IDX:
26991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27023
Key:
poluxrh/matos

Data

{'content': 'πολυχρήματος\n πολυ-χρήμᾰτος, ον,\n χρῆμα\n very wealthy.', 'key': 'poluxrh/matos'}