Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυφρόντιστος
πολυφροσύνη
πολύφρων
πολύφωνος
πολύχαλκος
πολυχανδής
πολυχειρία
πολύχειρ
πολυχορδία
πολύχορδος
πολυχρηματέω
πολυχρηματία
πολυχρήματος
πολύχρηστος
πολυχρόνιος
πολύχρυσος
πολυχρώματος
πολύχυτος
πολύχωρος
πολύχωστος
πολυψηφία
View word page
πολυχρηματέω
πολυχρηματέω πολυχρημᾰτέω, fut. -ήσω to abound in money, Strab.

ShortDef

to abound in money

Debugging

Headword:
πολυχρηματέω
Headword (normalized):
πολυχρηματέω
Headword (normalized/stripped):
πολυχρηματεω
IDX:
26989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27021
Key:
poluxrhmate/w

Data

{'content': 'πολυχρηματέω\n πολυχρημᾰτέω,\n fut. -ήσω\n to abound in money, Strab.', 'key': 'poluxrhmate/w'}