Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνέλεγκτος
ἀνελέγχω
ἀνελεήμων
ἀνέλεος
ἀνελευθερία
ἀνελεύθερος
ἀνέλιγμα
ἀνέλιξις
ἀνελίσσω
ἀνέλκω
ἄνελπις
ἀνέλπιστος
ἀνέμβατος
ἀνεμέσητος
ἀνέμητος
ἀνεμίζομαι
ἀνεμόδρομος
ἀναμολεῖν
ἀνεμοσκεπής
ἄνεμος
ἀνεμοσφάραγος
View word page
ἄνελπις
ἄνελπις without hope, hopeless, Eur.

ShortDef

without hope, hopeless

Debugging

Headword:
ἄνελπις
Headword (normalized):
ἄνελπις
Headword (normalized/stripped):
ανελπις
IDX:
2701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2702
Key:
a)/nelpis

Data

{'content': 'ἄνελπις\n without hope, hopeless, Eur.', 'key': 'a)/nelpis'}