Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυφόρος
πολυφραδής
πολυφράδμων
πολυφρόντιστος
πολυφροσύνη
πολύφρων
πολύφωνος
πολύχαλκος
πολυχανδής
πολυχειρία
πολύχειρ
πολυχορδία
πολύχορδος
πολυχρηματέω
πολυχρηματία
πολυχρήματος
πολύχρηστος
πολυχρόνιος
πολύχρυσος
πολυχρώματος
πολύχυτος
View word page
πολύχειρ
πολύχειρ πολύ-χειρ, χειρος, ὁ, ἡ, with many hands, many handed, Soph. with many men, Aesch.

ShortDef

with many hands, many handed

Debugging

Headword:
πολύχειρ
Headword (normalized):
πολύχειρ
Headword (normalized/stripped):
πολυχειρ
IDX:
26986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27018
Key:
polu/xeir

Data

{'content': 'πολύχειρ\n πολύ-χειρ, χειρος, ὁ, ἡ,\n with many hands, many handed, Soph.\n with many men, Aesch.', 'key': 'polu/xeir'}