Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυφορία
πολυφόρος
πολυφραδής
πολυφράδμων
πολυφρόντιστος
πολυφροσύνη
πολύφρων
πολύφωνος
πολύχαλκος
πολυχανδής
πολυχειρία
πολύχειρ
πολυχορδία
πολύχορδος
πολυχρηματέω
πολυχρηματία
πολυχρήματος
πολύχρηστος
πολυχρόνιος
πολύχρυσος
πολυχρώματος
View word page
πολυχειρία
πολυχειρία πολῠχειρία, ἡ, a multitude of hands, i. e. workmen or assistants, Thuc., Xen.
ShortDef
a multitude of hands
Debugging
Headword:
πολυχειρία
Headword (normalized):
πολυχειρία
Headword (normalized/stripped):
πολυχειρια
IDX:
26985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27017
Key:
poluxeiri/a
Data
{'content': 'πολυχειρία\n πολῠχειρία, ἡ,\n a multitude of hands, i. e. workmen or assistants, Thuc., Xen.', 'key': 'poluxeiri/a'}