Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύφλοισβος
πολύφονος
πολύφορβος
πολυφορία
πολυφόρος
πολυφραδής
πολυφράδμων
πολυφρόντιστος
πολυφροσύνη
πολύφρων
πολύφωνος
πολύχαλκος
πολυχανδής
πολυχειρία
πολύχειρ
πολυχορδία
πολύχορδος
πολυχρηματέω
πολυχρηματία
πολυχρήματος
πολύχρηστος
View word page
πολύφωνος
πολύφωνος πολύ-φωνος, ον, φωνή much-talking, loquacious, Luc.

ShortDef

much-talking, loquacious

Debugging

Headword:
πολύφωνος
Headword (normalized):
πολύφωνος
Headword (normalized/stripped):
πολυφωνος
IDX:
26982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27014
Key:
polu/fwnos

Data

{'content': 'πολύφωνος\n πολύ-φωνος, ον,\n φωνή\n much-talking, loquacious, Luc.', 'key': 'polu/fwnos'}