Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυφιλία
πολύφιλος
πολύφιλτρος
πολύφλοισβος
πολύφονος
πολύφορβος
πολυφορία
πολυφόρος
πολυφραδής
πολυφράδμων
πολυφρόντιστος
πολυφροσύνη
πολύφρων
πολύφωνος
πολύχαλκος
πολυχανδής
πολυχειρία
πολύχειρ
πολυχορδία
πολύχορδος
πολυχρηματέω
View word page
πολυφρόντιστος
πολυφρόντιστος πολυφρόντιστος, ον, much-thinking, thoughtful, Anth.
ShortDef
much-thinking, thoughtful
Debugging
Headword:
πολυφρόντιστος
Headword (normalized):
πολυφρόντιστος
Headword (normalized/stripped):
πολυφροντιστος
IDX:
26979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27011
Key:
polufro/ntistos
Data
{'content': 'πολυφρόντιστος\n πολυφρόντιστος, ον,\n much-thinking, thoughtful, Anth.', 'key': 'polufro/ntistos'}