πολυφρόντιστος
πολυφρόντιστος
πολυφρόντιστος, ον,
much-thinking, thoughtful, Anth.
{
"content": "πολυφρόντιστος\n πολυφρόντιστος, ον,\n much-thinking, thoughtful, Anth.",
"key": "polufro/ntistos"
}