Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυφθόρος
πολυφιλία
πολύφιλος
πολύφιλτρος
πολύφλοισβος
πολύφονος
πολύφορβος
πολυφορία
πολυφόρος
πολυφραδής
πολυφράδμων
πολυφρόντιστος
πολυφροσύνη
πολύφρων
πολύφωνος
πολύχαλκος
πολυχανδής
πολυχειρία
πολύχειρ
πολυχορδία
πολύχορδος
View word page
πολυφράδμων
πολυφράδμων πολυφράδμων, ον, = πολυφραδής, Anth.

ShortDef

very eloquent or wise

Debugging

Headword:
πολυφράδμων
Headword (normalized):
πολυφράδμων
Headword (normalized/stripped):
πολυφραδμων
IDX:
26978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27010
Key:
polufra/dmwn

Data

{'content': 'πολυφράδμων\n πολυφράδμων, ον,\n = πολυφραδής, Anth.', 'key': 'polufra/dmwn'}