Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυφάρμακος
πολύφατος
πολύφημος
πολύφθορος
πολυφθόρος
πολυφιλία
πολύφιλος
πολύφιλτρος
πολύφλοισβος
πολύφονος
πολύφορβος
πολυφορία
πολυφόρος
πολυφραδής
πολυφράδμων
πολυφρόντιστος
πολυφροσύνη
πολύφρων
πολύφωνος
πολύχαλκος
πολυχανδής
View word page
πολύφορβος
πολύφορβος πολύφορβος, ον, φορβή feeding many, bountiful, Il., Hes.

ShortDef

feeding many, bountiful

Debugging

Headword:
πολύφορβος
Headword (normalized):
πολύφορβος
Headword (normalized/stripped):
πολυφορβος
IDX:
26974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27006
Key:
polu/forbos

Data

{'content': 'πολύφορβος\n πολύφορβος, ον,\n φορβή\n feeding many, bountiful, Il., Hes.', 'key': 'polu/forbos'}