Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύυμνος
πολύφαμος
πολυφάρμακος
πολύφατος
πολύφημος
πολύφθορος
πολυφθόρος
πολυφιλία
πολύφιλος
πολύφιλτρος
πολύφλοισβος
πολύφονος
πολύφορβος
πολυφορία
πολυφόρος
πολυφραδής
πολυφράδμων
πολυφρόντιστος
πολυφροσύνη
πολύφρων
πολύφωνος
View word page
πολύφλοισβος
πολύφλοισβος πολύ-φλοισβος, ον, loud-roaring, θάλασσα Hom., etc.

ShortDef

loud-roaring

Debugging

Headword:
πολύφλοισβος
Headword (normalized):
πολύφλοισβος
Headword (normalized/stripped):
πολυφλοισβος
IDX:
26972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27004
Key:
polu/floisbos

Data

{'content': 'πολύφλοισβος\n πολύ-φλοισβος, ον,\n loud-roaring, θάλασσα Hom., etc.', 'key': 'polu/floisbos'}