Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυύμνητος
πολύυμνος
πολύφαμος
πολυφάρμακος
πολύφατος
πολύφημος
πολύφθορος
πολυφθόρος
πολυφιλία
πολύφιλος
πολύφιλτρος
πολύφλοισβος
πολύφονος
πολύφορβος
πολυφορία
πολυφόρος
πολυφραδής
πολυφράδμων
πολυφρόντιστος
πολυφροσύνη
πολύφρων
View word page
πολύφιλτρος
πολύφιλτρος πολύ-φιλτρος, ον, φίλτρον suffering from many love-charms, love-sick, Theocr.
ShortDef
suffering from many love-charms, love-sick
Debugging
Headword:
πολύφιλτρος
Headword (normalized):
πολύφιλτρος
Headword (normalized/stripped):
πολυφιλτρος
IDX:
26971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27003
Key:
polu/filtros
Data
{'content': 'πολύφιλτρος\n πολύ-φιλτρος, ον,\n φίλτρον\n suffering from many love-charms, love-sick, Theocr.', 'key': 'polu/filtros'}