Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύτροπος
πολύτροφος
πολυύμνητος
πολύυμνος
πολύφαμος
πολυφάρμακος
πολύφατος
πολύφημος
πολύφθορος
πολυφθόρος
πολυφιλία
πολύφιλος
πολύφιλτρος
πολύφλοισβος
πολύφονος
πολύφορβος
πολυφορία
πολυφόρος
πολυφραδής
πολυφράδμων
πολυφρόντιστος
View word page
πολυφιλία
πολυφιλία πολῠφῐλία, ἡ, abundance of friends, Arist. from πολύφῐλος

ShortDef

abundance of friends

Debugging

Headword:
πολυφιλία
Headword (normalized):
πολυφιλία
Headword (normalized/stripped):
πολυφιλια
IDX:
26969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27001
Key:
polufili/a

Data

{'content': 'πολυφιλία\n πολῠφῐλία, ἡ,\n abundance of friends, Arist.\n from πολύφῐλος', 'key': 'polufili/a'}