Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυτροπία
πολύτροπος
πολύτροφος
πολυύμνητος
πολύυμνος
πολύφαμος
πολυφάρμακος
πολύφατος
πολύφημος
πολύφθορος
πολυφθόρος
πολυφιλία
πολύφιλος
πολύφιλτρος
πολύφλοισβος
πολύφονος
πολύφορβος
πολυφορία
πολυφόρος
πολυφραδής
πολυφράδμων
View word page
πολυφθόρος
πολυφθόρος πολυ-φθόρος, ον, φθείρω destroying many, deathful, rife with death or ruin, Pind., Aesch.

ShortDef

destroying many, deathful, rife with death

Debugging

Headword:
πολυφθόρος
Headword (normalized):
πολυφθόρος
Headword (normalized/stripped):
πολυφθορος
IDX:
26968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27000
Key:
polufqo/ros

Data

{'content': 'πολυφθόρος\n πολυ-φθόρος, ον,\n φθείρω\n destroying many, deathful, rife with death or ruin, Pind., Aesch.', 'key': 'polufqo/ros'}