Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύτρητος
πολυτρίπους
πολυτροπία
πολύτροπος
πολύτροφος
πολυύμνητος
πολύυμνος
πολύφαμος
πολυφάρμακος
πολύφατος
πολύφημος
πολύφθορος
πολυφθόρος
πολυφιλία
πολύφιλος
πολύφιλτρος
πολύφλοισβος
πολύφονος
πολύφορβος
πολυφορία
πολυφόρος
View word page
πολύφημος
πολύφημος πολύ-φημος, Doric πολύ-φᾱμος, ον, φήμη abounding in songs and legends, Od., Pind. many-voiced, wordy, Od.; ἐς πολύφημον ἐξενεῖκαι to bring it forth to the many-voiced, i. e. the agora (the "parliament"), Orac. ap. Hdt.

ShortDef

abounding in songs and legends
Polyphemus

Debugging

Headword:
πολύφημος
Headword (normalized):
πολύφημος
Headword (normalized/stripped):
πολυφημος
IDX:
26966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26998
Key:
polu/fhmos

Data

{'content': 'πολύφημος\n πολύ-φημος, Doric πολύ-φᾱμος, ον,\n φήμη\n abounding in songs and legends, Od., Pind.\n many-voiced, wordy, Od.; ἐς πολύφημον ἐξενεῖκαι to bring it forth to the many-voiced, i. e. the agora (the "parliament"), Orac. ap. Hdt.', 'key': 'polu/fhmos'}