Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύτμητος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολυτρίπους
πολυτροπία
πολύτροπος
πολύτροφος
πολυύμνητος
πολύυμνος
πολύφαμος
πολυφάρμακος
πολύφατος
πολύφημος
πολύφθορος
πολυφθόρος
πολυφιλία
πολύφιλος
πολύφιλτρος
πολύφλοισβος
πολύφονος
πολύφορβος
View word page
πολυφάρμακος
πολυφάρμακος πολῠ-φάρμᾰκος, ον, knowing many drugs or charms, Hom.

ShortDef

knowing many drugs

Debugging

Headword:
πολυφάρμακος
Headword (normalized):
πολυφάρμακος
Headword (normalized/stripped):
πολυφαρμακος
IDX:
26964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26996
Key:
polufa/rmakos

Data

{'content': 'πολυφάρμακος\n πολῠ-φάρμᾰκος, ον,\n knowing many drugs or charms, Hom.', 'key': 'polufa/rmakos'}