Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνέκπληκτος
ἀνεκτέος
ἀνεκτός
ἀνέλεγκτος
ἀνελέγχω
ἀνελεήμων
ἀνέλεος
ἀνελευθερία
ἀνελεύθερος
ἀνέλιγμα
ἀνέλιξις
ἀνελίσσω
ἀνέλκω
ἄνελπις
ἀνέλπιστος
ἀνέμβατος
ἀνεμέσητος
ἀνέμητος
ἀνεμίζομαι
ἀνεμόδρομος
ἀναμολεῖν
View word page
ἀνέλιξις
ἀνέλιξις from ἀνελίσσω an unfolding, Plut.

ShortDef

an unfolding

Debugging

Headword:
ἀνέλιξις
Headword (normalized):
ἀνέλιξις
Headword (normalized/stripped):
ανελιξις
IDX:
2698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2699
Key:
a)ne/licis

Data

{'content': 'ἀνέλιξις\n from ἀνελίσσω\n an unfolding, Plut.', 'key': 'a)ne/licis'}