Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύτεχνος
πολυτίμητος
πολύτιμος
πολύτιτος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολύτμητος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολυτρίπους
πολυτροπία
πολύτροπος
πολύτροφος
πολυύμνητος
πολύυμνος
πολύφαμος
πολυφάρμακος
πολύφατος
πολύφημος
πολύφθορος
View word page
πολυτρίπους
πολυτρίπους πολυ-τρίπους (ῐ), abounding in tripods, Anth.

ShortDef

abounding in tripods

Debugging

Headword:
πολυτρίπους
Headword (normalized):
πολυτρίπους
Headword (normalized/stripped):
πολυτριπους
IDX:
26957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26989
Key:
polutri/pous

Data

{'content': 'πολυτρίπους\n πολυ-τρίπους (ῐ),\n abounding in tripods, Anth.', 'key': 'polutri/pous'}