Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυτεχνία
πολύτεχνος
πολυτίμητος
πολύτιμος
πολύτιτος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολύτμητος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολυτρίπους
πολυτροπία
πολύτροπος
πολύτροφος
πολυύμνητος
πολύυμνος
πολύφαμος
πολυφάρμακος
πολύφατος
πολύφημος
View word page
πολύτρητος
πολύτρητος πολύ-τρητος, ον, much-pierced, full of holes, porous, Od.; of a flute, Anth.

ShortDef

much-pierced, full of holes, porous

Debugging

Headword:
πολύτρητος
Headword (normalized):
πολύτρητος
Headword (normalized/stripped):
πολυτρητος
IDX:
26956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26988
Key:
polu/trhtos

Data

{'content': 'πολύτρητος\n πολύ-τρητος, ον,\n much-pierced, full of holes, porous, Od.; of a flute, Anth.', 'key': 'polu/trhtos'}