Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυτέχνης
πολυτεχνία
πολύτεχνος
πολυτίμητος
πολύτιμος
πολύτιτος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολύτμητος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολυτρίπους
πολυτροπία
πολύτροπος
πολύτροφος
πολυύμνητος
πολύυμνος
πολύφαμος
πολυφάρμακος
πολύφατος
View word page
πολυτρήρων
πολυτρήρων πολυ-τρήρων, ωνος, ὁ, ἡ, abounding in doves, Il.

ShortDef

abounding in doves

Debugging

Headword:
πολυτρήρων
Headword (normalized):
πολυτρήρων
Headword (normalized/stripped):
πολυτρηρων
IDX:
26955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26987
Key:
polutrh/rwn

Data

{'content': 'πολυτρήρων\n πολυ-τρήρων, ωνος, ὁ, ἡ,\n abounding in doves, Il.', 'key': 'polutrh/rwn'}