Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυτερπής
πολυτέχνης
πολυτεχνία
πολύτεχνος
πολυτίμητος
πολύτιμος
πολύτιτος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολύτμητος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολυτρίπους
πολυτροπία
πολύτροπος
πολύτροφος
πολυύμνητος
πολύυμνος
πολύφαμος
πολυφάρμακος
View word page
πολύτμητος
πολύτμητος πολύ-τμητος, ον, τέμνω much-lacerated, παρειά Anth.

ShortDef

much-lacerated

Debugging

Headword:
πολύτμητος
Headword (normalized):
πολύτμητος
Headword (normalized/stripped):
πολυτμητος
IDX:
26954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26986
Key:
polu/tmhtos

Data

{'content': 'πολύτμητος\n πολύ-τμητος, ον,\n τέμνω\n much-lacerated, παρειά Anth.', 'key': 'polu/tmhtos'}