Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυτέλεια
πολυτελής
πολυτερπής
πολυτέχνης
πολυτεχνία
πολύτεχνος
πολυτίμητος
πολύτιμος
πολύτιτος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολύτμητος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολυτρίπους
πολυτροπία
πολύτροπος
πολύτροφος
πολυύμνητος
πολύυμνος
View word page
πολυτλήμων
πολυτλήμων πολυ-τλήμων, ονος, ὁ, ἡ, much-enduring, Hom., Ar.

ShortDef

much-enduring

Debugging

Headword:
πολυτλήμων
Headword (normalized):
πολυτλήμων
Headword (normalized/stripped):
πολυτλημων
IDX:
26952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26984
Key:
polutlh/mwn

Data

{'content': 'πολυτλήμων\n πολυ-τλήμων, ονος, ὁ, ἡ,\n much-enduring, Hom., Ar.', 'key': 'polutlh/mwn'}