Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύτεκνος
πολυτέλεια
πολυτελής
πολυτερπής
πολυτέχνης
πολυτεχνία
πολύτεχνος
πολυτίμητος
πολύτιμος
πολύτιτος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολύτμητος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολυτρίπους
πολυτροπία
πολύτροπος
πολύτροφος
πολυύμνητος
View word page
πολύτλας
πολύτλας πολύ-τλας, αντος, τλῆναι having borne much, much-enduring, epith. of Ulysses, Hom., Soph.

ShortDef

having borne much, much-enduring

Debugging

Headword:
πολύτλας
Headword (normalized):
πολύτλας
Headword (normalized/stripped):
πολυτλας
IDX:
26951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26983
Key:
polu/tlas

Data

{'content': 'πολύτλας\n πολύ-τλας, αντος,\n τλῆναι\n having borne much, much-enduring, epith. of Ulysses, Hom., Soph.', 'key': 'polu/tlas'}