Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνεκπίμπλημι
ἀνέκπληκτος
ἀνεκτέος
ἀνεκτός
ἀνέλεγκτος
ἀνελέγχω
ἀνελεήμων
ἀνέλεος
ἀνελευθερία
ἀνελεύθερος
ἀνέλιγμα
ἀνέλιξις
ἀνελίσσω
ἀνέλκω
ἄνελπις
ἀνέλπιστος
ἀνέμβατος
ἀνεμέσητος
ἀνέμητος
ἀνεμίζομαι
ἀνεμόδρομος
View word page
ἀνέλιγμα
ἀνέλιγμα from ἀνελίσσω anything rolled up, a ringlet, Anth.

ShortDef

anything rolled up, a ringlet

Debugging

Headword:
ἀνέλιγμα
Headword (normalized):
ἀνέλιγμα
Headword (normalized/stripped):
ανελιγμα
IDX:
2697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2698
Key:
a)ne/ligma

Data

{'content': 'ἀνέλιγμα\n from ἀνελίσσω\n anything rolled up, a ringlet, Anth.', 'key': 'a)ne/ligma'}