Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολυσύλλαβος
πολυσχήμων
πολύσχιστος
πολύσωρος
πολυτάλαντος
πολυταρβής
πολυτεκνία
πολύτεκνος
πολυτέλεια
πολυτελής
πολυτερπής
πολυτέχνης
πολυτεχνία
πολύτεχνος
πολυτίμητος
πολύτιμος
πολύτιτος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολύτμητος
View word page
πολυτερπής
πολυτερπής πολῠ-τερπής, ές τέρπω much-delighting, Anth.

ShortDef

much-delighting

Debugging

Headword:
πολυτερπής
Headword (normalized):
πολυτερπής
Headword (normalized/stripped):
πολυτερπης
IDX:
26944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26976
Key:
poluterph/s

Data

{'content': 'πολυτερπής\n πολῠ-τερπής, ές\n τέρπω\n much-delighting, Anth.', 'key': 'poluterph/s'}