Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολυστροφία
πολύστροφος
πολύστυλος
πολυσύλλαβος
πολυσχήμων
πολύσχιστος
πολύσωρος
πολυτάλαντος
πολυταρβής
πολυτεκνία
πολύτεκνος
πολυτέλεια
πολυτελής
πολυτερπής
πολυτέχνης
πολυτεχνία
πολύτεχνος
πολυτίμητος
πολύτιμος
πολύτιτος
πολύτλας
View word page
πολύτεκνος
πολύτεκνος πολύ-τεκνος, ον, with many children, prolific, Aesch.
ShortDef
with many children, prolific
Debugging
Headword:
πολύτεκνος
Headword (normalized):
πολύτεκνος
Headword (normalized/stripped):
πολυτεκνος
IDX:
26941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26973
Key:
polu/teknos
Data
{'content': 'πολύτεκνος\n πολύ-τεκνος, ον,\n with many children, prolific, Aesch.', 'key': 'polu/teknos'}